- μουντζούρης
- και μουτζούρης και μουζούρης, ο [μουντζούρα]1. άνθρωπος μουντζουρωμένος, λερωμένος με μουντζούρα2. μτφ. ντροπιασμένος3. διασκεδαστικό παιχνίδι τής τράπουλας, κατά το οποίο ο χαμένος υποχρεώνεται να υποστεί μουντζούρωμα στο πρόσωπο.
Dictionary of Greek. 2013.