μουντζούρης

μουντζούρης
και μουτζούρης και μουζούρης, ο [μουντζούρα]
1. άνθρωπος μουντζουρωμένος, λερωμένος με μουντζούρα
2. μτφ. ντροπιασμένος
3. διασκεδαστικό παιχνίδι τής τράπουλας, κατά το οποίο ο χαμένος υποχρεώνεται να υποστεί μουντζούρωμα στο πρόσωπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μουντζούρης — ο αυτός που είναι λερωμένος στο πρόσωπο: Καθάρισα το τζάκι κι έγινα μουντζούρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρβουνιάρης — ο, θηλ. καρβουνιάρισσα (Μ καρβουνιάρης, θηλ. καρβουνιάρισσα και καρβουνάρης, θηλ. καρβουνάρισσα) 1. αυτός που παρασκευάζει κάρβουνα 2. αυτός που πουλάει κάρβουνα, καρβουνοπώλης 3. μτφ. μαύρος από καρβουνόσκονη, από καπνιά, μουντζούρης,… …   Dictionary of Greek

  • μουτζούρης — α, ικο βλ. μουντζούρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”